encallecer - ορισμός. Τι είναι το encallecer
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι encallecer - ορισμός


encallecer      
verbo intrans.
Criar callos o endurecerse la piel a manera de callo. Se utiliza también como pronominal.
verbo prnl. fig.
1) Endurecerse con la costumbre en los trabajos o en los vicios.
2) Encallarse, endurecerse los alimentos.
encallecer      
encallecer
1 intr. y prnl. Criar *callos, por ejemplo las manos con el trabajo. tr. y prnl. *Endurecer[se] formando un callo una cosa cualquiera.
2 prnl. Ponerse algunos alimentos, por ejemplo las patatas, endurecidos, por haberse realizado la cocción con intermitencias, por haber transcurrido mucho tiempo después de cocidos, etc. Encallarse.
3 tr. y prnl. Hacer[se] resistente, por ejemplo a la intemperie o inclemencias atmosféricas. *Acostumbrarse, curtir[se], endurecer[se].
4 Hacer[se] insensible a los sufrimientos o inaccesible a la emoción o la compasión. Endurecer[se], *insensibilizar[se].
5 prnl. Acostumbrarse tanto a un *vicio que no se puede abandonar.
. Conjug. como "agradecer".
encallecer      
Sinónimos
verbo
Palabras Relacionadas
Expresiones Relacionadas
Τι είναι encallecer - ορισμός